ματόπονος

ματόπονος
ο
ο πόνος του ματιού, πονόματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ματόπονος — ο (Μ ματόπονος) πόνος ή ασθένεια τών ματιών, πονόματος («ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λοιμικὴ καὶ ψώρα καὶ ματόπονος», Συναδ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • πονόματος — ο πόνος στο μάτι, ματόπονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”